- κισσοφορία
- κισσοφορία, ἡ (Α) [κισσοφορώ]1. το να φέρει κάποιος κισσό2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek